- πραιτωρίδιον
- πραιτωρίδιονsmall houseneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραιτωρίδιον — τὸ, Α [πραιτώριον] (υποκορ. τού πραιτώριον) μικρό οίκημα … Dictionary of Greek